11/2/10

Η ΖΩΗ ΕΝΟΣ ΜΥΘΟΥ Το Μέγαρο άλλαξε την Αθήνα αλλά και τον ίδιο

Ενα ανοιξιάτικο απομεσήμερο του 1988 δύο άντρες επιχειρούν την πρώτη ακουστική δοκιμή σε ένα γιαπί της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας που σε λίγο- τρία χρόνια μετά, το 1991- θα μεταμορφωνόταν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Ο ένας ήταν ο Χρήστος Λαμπράκης. Ο άλλος ήταν ο βιολονίστας Λεωνίδας Καβάκος, νεαρότατος τότε, μόλις είχε κλείσει τα είκοσι. Από κάποια ανοίγματα της οροφής το φως μπορούσε να φθάσει στο υπό κατασκευή υπόγειο, που δεν ήταν άλλο από την Αίθουσα Δημήτρη Μητρόπουλου. Η Αίθουσα Φίλων της Μουσικής ήταν ακόμη παντελώς αδιαμόρφωτη. Τη στιγμή ανακαλεί τώρα ο ίδιος ο Καβάκος. «Πήρα το βιολί και έπαιξα μέρη από τις Σονάτες του Μπαχ, που του Λαμπράκη τού άρεσαν πολύ». Μέσα σε αυτό το μπετονένιο κουτί ο ήχος ήταν ωραίος. Υπήρχε προοπτική. Η ακουστική του Μεγάρου ήταν από τις προτεραιότητες του Χρήστου Λαμπράκη. Και λίγοι γνωρίζουν ότι τα μπαλκόνια που θα είχε η Αίθουσα Φίλων της Μουσικής έγιναν τελικά εξώστες για ακουστικούς λόγους.

«Αυτό, κυρία, δεν θα τελειώσει ποτέ. Είναι σαν το γεφύρι της Αρτας» είχε πει ένας ταξιτζής στη Ζωή Σπυρομίλιου, γραμματέα του διοικητικού συμβουλίου του Συλλόγου Φίλων της Μουσικής, όταν του ζήτησε να τη μεταφέρει στο γιαπί της Βασιλίσσης Σοφίας. Και όμως η Ζωή Σπυρομίλιου ήξερε ότι το έργο θα τελείωνε γιατί το όραμα ενός ανθρώπου λειτουργούσε ως κινητήριος δύναμη που ενεργοποιούσε και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου αλλά και όλους τους εργαζομένους, τους τεχνικούς και τις εργολαβικές εταιρείες. Ουσιαστικά το Μέγαρο, που οραματίστηκαν το 1953 η διάσημη τραγουδίστρια του λιντ Αλεξάνδρα Τριάντη και ο 19χρονος τότε Χρήστος Λαμπράκης, ιδρύοντας τον Σύλλογο Φίλων της Μουσικής, άρχισε να υλοποιείται το 1981 με ρυθμούς εντατικούς, που έγιναν πιο εντατικοί από τον χειμώνα του 1986-87.

? Το δημόσιο πρόσωπο
Εκείνο τον χειμώνα ο Χρήστος Λαμπράκης με τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου των Φίλων και του Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής μπήκαν για πρώτη φορά στο Μέγαρο και εγκαταστάθηκαν. Ενας κλειστός χώρος που είχε δημιουργηθεί στον ημιώροφο, ανάμεσα στους τσιμεντένιους τοίχους, και έπαιρνε φως από την οροφή στέγασε το στρατηγείο. «Η θέρμανση ήταν υποτυπώδης και το κρύο έμπαινε από παντού» θυμάται τώρα η Ζωή Σπυρομίλιου. «Εκεί συνεδρίαζε το διοικητικό συμβούλιο και όλοι οι τεχνικοί με την καθοδήγηση ενός πάντα ακούρα στου προέδρου. Ηταν χρόνια δημιουργίας και με ενθουσιασμό συμμετείχαν όλοιώστε, παρ΄ όλες τις δυσκολίες που ένα κτίριο τόσο σύνθετο ήταν φυσικό να δημιουργεί, βρίσκονταν τελικά λύσεις-συχνάμε πολύωρα ξενύχτια. Οσο το έργο προχωρούσεο ενθουσιασμός όλων μεγάλωνεκαθώς βλέπαμε ένα θαυμάσιο κτίριο να αναδύεται σιγά σιγά» λέει η Ζωή Σπυρομίλιου.

Στις 20 Μαρτίου 1991 το σύνολο εγχόρδων Οι Σολίστ της Μόσχας, με τον Γιούρι Μπασμέτ στη βιόλα, εγκαινίαζε την Αίθουσα Φίλων της Μουσικής και το Μέγαρο μπροστά σε εκατοντάδες συγκινημένους Αθηναίους, πολλοί από τους οποίους δοκίμαζαν μια πρωτόγνωρη ακουστική εμπειρία αλλά και γενικότερα μια εμπειρία πολιτισμού. Με το Μέγαρο άρχιζε η μεταμόρφωση της Αθήνας, που αποκτούσε τη δυναμική μιας καλλιτεχνικής μητρόπολης. Με το Μέγαρο είχε συντελεστεί όμως και η μεταμόρφωση του ίδιου του οραματιστή του και του δημιουργού του, του Χρήστου Λαμπράκη.

Ως τότε ο Χρήστος Λαμπράκης ήταν ένας «άγνωστος επώνυμος». Υπήρχε η φήμη του και, μπορούμε να πούμε, ο μύθος του. Αλλά, πέρα από τους στενούς συνεργάτες του, ελάχιστοι γνώριζαν τη φυσιογνωμία του. Ηταν απόμακρος. Με το Μέγαρο ή καλύτερα για να στηρίξει και να προβάλει την αναγκαιότητα της υλοποίησής του βρέθηκε στο απόλυτο προσκήνιο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής και των μέσων ενημέρωσης. Η αλήθεια είναι ότι βρήκε στήριξη από όλες τις κυβερνήσεις. Από τις πλέον διαδεδομένες και γνωστές φωτογραφίες του ή και τηλεοπτικές εικόνες του είναι αυτές που ξεναγεί τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Κώστα Μητσοτάκη και τον Φρανσουά Μιτεράν στον «φανταστικό χώρο» που Μεγάρου, δηλαδή στα σχέδια και στις μακέτες που σύντομα θα έπαιρναν σάρκα και οστά. Αλλά έκανε και κάτι ακόμη, πρωτόγνωρο ως τότε: κινητοποίησε ιδιώτες χορηγούς, που συνέδραμαν το έργο του και στήριξαν γενναιόδωρα τη λειτουργία του Μεγάρου. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι η χορηγία ενεργοποιήθηκε και πάλι από τον Χρήστο Λαμπράκη.

? Η δύναμη της πειθούς
Μπορούσε να κινητοποιεί προσωπικά και τους πιο δυσπρόσιτους επιχειρηματίες. Δεν είναι τυχαίο ότι μία από τις τελευταίες πράξεις του είχε σχέση με τις χορηγίες. « Η “τιμωρία” του μουσικόφιλου κοινού δεν είναι η κομψότερη απάντηση στην κακόβουλη παρερμηνεία ενός σημειώματος» έγραψε στις 12 Νοεμβρίου στη Γιάννα και στον Θεόδωρο Αγγελόπου λο που απέσυραν τη χορηγία τους για την εμφάνιση της Φιλαρμονικής της Βιέννης ενοχλημένοι από ένα δημοσίευμα. Προσθέτοντας, βέβαια, σαν μάθημα ευγενείας και αναγνώρισης, ότι «δεν επιχειρεί μάθημα συμπεριφοράς σε χορηγούς που στήριξαν γενναιόδωρα στο παρελθόν επιτυχημένες παραγωγές του Μεγάρου» . Και παρ΄ όλο που ήταν πολύ σοβαρά άρρωστος, λίγες ημέρες προτού μπει στο νοσοκομείο, κινητοποίησε αμέσως τον Κωνσταντίνο Αγγελόπουλο που έδωσε χορηγία στην Ορχήστρα.

«Μπορεί να βρέθηκε στο προσκήνιο αλλά λίγοι γνώριζαν πως όλα αυτά λίγο επηρέασαν την απολύτως δική του ζωή, που ως το τέλος κρατήθηκε μακριά από όλους» λέει τώρα άνθρωπος του στενού του περιβάλλοντος.

Στον Χρήστο Λαμπράκη άρεσε πολύ να χρησιμοποιεί για το Μέγαρο τη φράση «ατομικός αντιδραστήρας πολιτισμού». Τον είχαμε ακούσει να τη λέει πολλές φορές αλλά και να τη γράφει. Το Μέγαρο γι΄ αυτόν ήταν ένα εργαλείο πολιτιστικής παιδείας. Αλλωστε εκεί απέβλεπαν και δύο άλλοι θεσμοί που δημιούργησε: το Ιδρυμα Μελετών Λαμπράκη και οι Υποτροφίες Μαρία Κάλλας. Αυτή την έγνοια την είχε από νωρίς και όχι στα χρόνια της ωριμότητας. «Τον απασχόλησε από πολύ νέο, από τα τέλη της δεκαετίας του ΄50, όταν έπαιρνε τους πιο δύσβατους χωματόδρομους και έφθανε σε χαμένες μικρές κοινότητες, ξεχασμένες και απ΄ τον Θεό, όπως ήταν τότε η Ασέα, έξω από την Τρίπολη, όπου ανώνυμα ή σωστότερα χρησιμοποιώντας το όνομα ενός φίλου τουφρόντισε να σταλούν βιβλία και ό,τι άλλο χρειαζόταν το σχολείο» λέει τώρα η δημοσιογράφος Χαρά Κιοσσέ, από τους ανθρώπους που ήταν κοντά στον Λαμπράκη.

Το Μέγαρο, όπως είπαμε, το οραματίστηκαν το 1953 η Τριάντη και ο Λαμπράκης. Το 1956 παραχωρήθηκε από το ελληνικό Δημόσιο ο χώρος της ανέγερσής του. Από τις πρώτες οικονομικές εισφορές ήταν του μαέστρου Δημήτρη Μητρόπουλου, ο οποίος παραχώρησε τα έσοδα μιας συναυλίας της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης που διηύθυνε στην Αθήνα. Τη δεκαετία του 1970 ολοκληρώθηκαν οι μελέτες και ο σκελετός του κτιρίου με τη γενναία χρηματοδότηση του Ιδρύματος Δεκούζη-Βούρου και του προέδρου του Λάμπρου Ευταξία. Ακολούθησε περίοδος ακινησίας και το 1981 ο Χρήστος Λαμπράκης πέτυχε τη δημιουργία του Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής με τη συμμετοχή εκπροσώπων του κράτους και των Φίλων της Μουσικής, που ανέλαβε την αποπεράτωση του Μεγάρου και σήμερα διασφαλίζει τη λειτουργία του.

Αλλά για τον Χρήστο Λαμπράκη δεν ήταν μόνο η ευθύνη της ολοκλήρωσης. Ηταν και οι λεπτομέρειες. «Τα φωτιστικά τα είχε επιλέξει ο ίδιος στην Ιταλία» λέει τώρα η Ζωή Σπυρομίλιου και θυμάται τους μήνες της μεγάλης έντασης. «Τα μάρμαρα να φθάνουν μετά από ειδική εξόρυξη και αρίθμηση από τον Διόνυσο. Η ξύλινη επένδυση να έρχεται κομμάτι κομμάτι από τη Γερμανία. Να εκτελείται η μελέτη για τις εγκαταστάσεις της σκηνής και των πολύπλοκων μηχανισμών. Τα δάπεδα να διακοσμούνται με μουσικές παραστάσεις της αρχαιότητας, ειδικά σχεδιασμένες από τον Ηλία Λαλαούνη. Οι πολυέλαιοι να τοποθετούνται από τον ίδιο τον διευθυντή της αυστριακής εταιρείας. Το μοναδικό στην Ελλάδα εκκλησιαστικό όργανο να φθάνει από τη Γερμανία».

? Η καλλιτεχνική του έκθεση
Ο Χρήστος Λαμπράκης απολάμβανε το Μέγαρο. Η μόνιμη θέση του ήταν για πολλά χρόνια στο θεωρείο 6. Μόνο τα τελευταία χρόνια «κατέβηκε» στην πλατεία, όπου συνηθίζει να κάθεται μία από τις πλέον συνεπείς ακροάτριες του Μεγάρου, η μητέρα του Ελζα Λαμπράκη. Η παρέα του ήταν σταθερή. Οι φίλοι του. Η Αρντα Μαντικιάν , η Ζανέτ Πηλού, η Μάρω Κύρκου, η Χαρά Κιοσσέ, ο Αγγελος Δεληβοριάς, η Πέγκυ Ζουμπουλάκη . Οταν ενθουσιαζόταν το έδειχνε και η μπάσα φωνή του ήταν αναγνωρίσιμη μέσα στην Αίθουσα Φίλων. Φώναζε «μπράβο», «μπράβι» και «μπράβα» και όλοι ήξεραν πώς ήταν ο Χρήστος Λαμπράκης. Στο φουαγέ του πρώτου ορόφου, όπου συνήθως γίνονται οι δεξιώσεις μετά τις πρεμιέρες, ο Λαμπράκης ήταν πάντα εκεί. Υποδεχόταν τον μαέστρο, τους σολίστ ή τους πρωταγωνιστές μιας όπερας και δημιουργούσε για τους προσκεκλημένους το αίσθημα της συμμετοχής ή καλύτερα της συνενοχής με τους πρωταγωνιστές ενός μοναδικού γεγονότος.

Οι στενοί συνεργάτες του στο Μέγαρο ομολογούν ότι η εμπλοκή του ήταν επίσης καλλιτεχνική. Ο Λαμπράκης λειτουργούσε ως καλλιτέχνης. Είχε άποψη και θέση για τα καστ, σκηνοθετούσε, διαμόρφωνε το ρεπερτόριο, έκανε κόουτσινγκ φωνών, μπορούσε να τραγουδήσει απ΄ έξω ολόκληρα κομμάτια από όπερες και άριες και έφθασε σε τέτοιο σημείο «έκθεσης» υπογράφοντας το λιμπρέτο για την όπερα «Η επιστροφή της Ελένης» του Θάνου Μικρούτσικου.

Τον Δεκέμβριο του 2003 εγκαινιάστηκε το Διεθνές Συνεδριακό Κέντρο του Μεγάρου. Και τον Μάιο του 2004 η Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη. Η ολοκλήρωση του μεγάλου έργου. Ακριβώς μισός αιώνας μετά τη σύλληψη του οράματος από έναν 19χρονο νέο που του άρεσε να δηλώνει ως επαγγελματική ιδιότητα «δημοσιογράφος».

Βαρβάρα Τερζάκη

Άρθρο Νίκος Μπακουνάκης - εφ. Το Βήμα, 25-12-2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: