10/2/10

Η ΖΩΗ ΕΝΟΣ ΜΥΘΟΥ Τα ταξίδια με τη «Σελήνη» του

Για πρώτη φορά συναντηθήκαμε το 1966. Θυμάμαι ότι είχε έρθει στη Σπάρτη με τη Βάννα Χατζημιχάλη, θέλοντας να προγραμματίσουμε τη συνέχιση των ανασκαφικών ερευνών στη Λυκόσουρα της Αρκαδίας, τη μελέτη των ευρημάτων και την αναστήλωση των μνημείων του ιερού της Δέσποινας. Το μεγαλεπήβολο σχέδιο που οραματιζόταν τότε δεν επρόκειτο όμως να πραγματοποιηθεί. Γιατί προσέκρουσε σε αναπότρεπτες αντιξοότητες οι οποίες δεν έβλαψαν τόσο την υπόληψη του ελληνικού παρελθόντος, όσο την αξιοπρέπεια του παρόντος και τις μελλοντικές προοπτικές της. Κατά την επταετή διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας περιορίστηκαν στο ελάχιστο οι ευκαιρίες για νέες επαφές. Ενώ εκείνος περνούσε από τις απομονώσεις και τα δεσμωτήρια στις εκτοπίσεις και στους ελέγχους των συστηματικών παρακολουθήσεων, εμείς παίρναμε τους δρόμους της φυγής προς την ελευθερία του εξωτερικού. Ετσι ξαναβρεθήκαμε ουσιαστικά το 1974 και από τότε βλεπόμασταν τακτικά με μια συχνότητα καθόλου συνηθισμένη.

Ο Χρήστος αγαπούσε τη θάλασσα και τα νησιά της, το Αιγαίο ειδικότερα και περισσότερο τις Κυκλάδες. Χάρη σ΄ αυτόν και στη «Σελήνη» του, ένα καλοτάξιδο τρεχαντήρι μόνο για τέσσερις ανθρώπους και για συνθήκες στρατιωτικής διαβίωσης, γνωρίσαμε τη Νάξο και τη Σέριφο, την Τζια και την Ανάφη. Με τη «Σελήνη», που δεν φοβόταν τις φουρτούνες και τις απότομες εναλλαγές των καιρών, φθάναμε στα πιο δυσπρόσιτα, στα πιο απάτητα μέρη. Για να συνεχίσουμε από ΄κεί τις εξερευνητικές διαδρομές μας, πεζοπορώντας ως τις εσχατιές ερημωμένων μοναστηριών και τις ακραίες περιοχές λησμονημένων αρχαίων. Ο Χρήστος αγαπούσε και τα πιο μακρινά ταξίδια, τις εκτονωτικές διαφυγές από την πιεστική ατμόσφαιρα της επιβαρημένης καθημερινότητας, πάντοτε όμως σε συνδυασμό με κάποιον εξέχουσας σημασίας πολιτιστικό λόγο: με τις βυζαντινές εικόνες και τα χειρόγραφα στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Ορους Σινά ή με τον Caravaggio της Μadonna του Loreto στον Αγιο Αυγουστίνο της Ρώμης, με τις τοιχογραφίες του Μasaccio στο παρεκκλήσιο των Βrancacci της Φλωρεντίας και τα ψηφιδωτά της Cappella Ρalatina στο Ρalazzo Reale του Παλέρμο.

Σε άλλες περιπτώσεις ως κίνητρο μπορούσε να εκληφθεί το ανέβασμα του Simone Βoccanegra από τον Giorgio Strehler στη Οπερα του Παρισιού, ή κάποια σχετική παράσταση στο Covent Garden του Λονδίνου. Για τη μουσική, για όλη τη μουσική παράδοση, κυρίως όμως για την κλασική και για την όπερα, είχε την αντοχή να κουβεντιάζει με τις ώρες. Με την ίδια ζέση συζητούσε εξάλλου και γενικότερα για τα ζητήματα του πολιτισμού. Λιγότερη διάθεση είχε για τις αντιπαραθέσεις τις οποίες προκαλούν αναπόφευκτα όλες οι περί πολιτικής συζητήσεις. Πιστεύω εν τούτοις ότι η πολιτική θα αισθανθεί αμεσότερα την απουσία του. Γιατί στη μουσική είχε φροντίσει εγκαίρως να βρει το κατάλληλο έμψυχο δυναμικό, να στελεχώσει το Μέγαρο που θα τη στέγαζε, να προτείνει την υποδειγματική λειτουργία ενός υγιούς οργανισμού σε έναν τόπο όπου συνήθως οι οργανισμοί νοσούν, αν δεν βρίσκονται σε διαρκή ανάρρωση.

Στους φίλους του θα λείψει η αμεσότητα με την οποία εκδήλωνε τη συμπαράστασή του, καθώς και η ειλικρίνεια του σταθερού του ενδιαφέροντος. Θα λείψει η διάθεσή του να μοιράζεται μαζί τους τις σκέψεις του και τους προβληματισμούς του. Θα λείψουν οι μακαρονάδες που τον έκαναν να νιώθει πραγματικά περήφανος για τη μαγειρική του. Θα λείψουν και όλα όσα συνηθίζεται να μνημονεύονται συμβατικά στις νεκρολογίες των αποχαιρετισμών.

Βαρβάρα Τερζάκη

Άρθρο Αγγελου Δεληβοριά - εφ. Το Βήμα, 25-12-2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: